Αρχικό

Παρουσίαση του τρόπου συλλογής όπως αυτός γίνεται ακόμη και σήμερα KAI ΜΟΝΟ στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Σισες του Δήμου Μυλοποτάμου, Κρήτης (ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ).

17.3.81

Κύπρος

Στη ερευνά για το λαδανο έλαβα αυτή την απάντηση από το Δασαρχείο Κύπρου:


Παραγωγή Λάδανου στην Κύπρο 
Αναφέρομαι στη σχετική επιστολή σας ημερομηνίας 13 Ιουνίου, 2007 και σας πληροφορώ ότι στην Κύπρο φύονται 5 είδη του γένους Cistus (C. creticus L, C. parviflorus Lam, C. salviifolius L, C. monspeliensis var. Minor Willk., και C. ladanifer L.).

2. Με βάση αρκετές ιστορικές αναφορές (Πλίνιος 23-79 μ.χ., Διοσκουρίδης 1ος αιώνας π.χ., Delia Valle 1625), το κυπριακό λάδανο ήταν εξαγωγικό προϊόν αρίστης ποιότητας. Το είδος από το οποίο κατεξοχήν παραγόταν το λάδανο ήταν το είδος C. creticus L. (C incanus L. subsp. creticus (L.) Heywood) και όχι το C. ladanifer όπως υποδηλώνει η ονομασία του. Όσον αφορά την περιοχή παρασκευής του, αναφέρεται ότι οι πιο γνωστές περιοχές ήταν τα Λεύκαρα και η Τυλληρία. Πιθανότατα όμως το προϊόν παραγόταν και σε πολλά άλλα μέρη του νησιού όπου το είδος αφθονεί.

3. Με βάση τις πιο πάνω ιστορικές αναφορές, την άνοιξη οι γιδοβοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια τους μέσα σε περιοχές όπου αφθονούσε το φυτό αυτό οπότε και η ουσία αυτή προσκολλούσε στις τρίχες των ζώων τις οποίες αργότερα έκοβαν και έβραζαν για να πάρουν το λάδανο. Επίσης αναφέρεται ότι το λάδανο συλλεγόταν μέσω πολλών μικρών δερμάτινων λωρίδων και σχοινιών τα οποία σέρνονταν μεταξύ των φυτών και έτσι η ιξώδες ουσία προσκολλούσε σε αυτά. Έπειτα οι λαδανοσυλλέκτες ξύνανε τις λωρίδες αυτές και έπαιρναν το λάδανο.

4. Περισσότερες σχετικές πληροφορίες και αναφορές μπορείτε να βρείτε μέσω του συγγράμματος «Αρωματικά και Αρτυματικά Φυτά στην Κύπρο από την Αρχαιότητα ως Σήμερα» του δασοπόνου κ. Γ. Χατζήκυριακου που εκδόθηκε μόλις πρόσφατα από το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου (ISBN 978-9963-42- 851-9).


Περισσότερες πληροφορίες για την συλλογή του λαδανου στην Κύπρο μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο:

Π. Γ. Γενναδίου
Φωτομηχανική ανατύπωση έκδοση Τροχαλία 1997
Λεξικό Φυτολογικό, 1914
Σελ. 512 - 513

Από ότι φαίνεται στο βιβλίο η συλλογή συνεχιζόταν μέχρι της αρχές του 19ου αιώνα, μετά σταματήσει, προφανώς το κλήμα του νησιού έγινε πιο ξηρό.
 

9.3.81

Ετοιμολογία της λέξης λαδανο (Latin: Labdanum)

Όπως φαίνεται και από το παρακάτω σχεδιάγραμμα η ρίζα της λατινικής λέξης «labdanun» (λάβδανο) ξεκινά από την Ακκαδικη γλωσσά.

Ετοιμολογία της λέξης λάβδανο:
Medieval Latin lapdanum, labdanum, alteration of Latin ladanum,
from Greek ledanon, ledanon, from ladon, *ledon, rockrose, of Semitic origin; akin to Akkadian ladinnu, ladunu, an aromatic.  


Η Ακκαδική Αυτοκρατορία bτην 3η χιλιετία π.Χ.
Η Ακκαδική γλώσσα (lišānum akkadītum) ήταν σημιτική γλώσσα (κλάδος της ευρύτερης ομάδας Αφροασιατικών γλωσσών) και ομιλείτο στην Αρχαία Μεσοποταμία, Ιδιαίτερα από τους Ασσυρίους και τους Βαβυλωνίους. Στην γραπτή εκδοχή της χρησιμοποιείτο η σφηνοειδής γραφή, σύστημα γραφής που προέκυψε από την Σουμεριακή γλώσσα, μια μη σημιτική γλώσσα. Το όνομά της προέκυψε από την πόλη Ακκάδ, ένα μεγάλο κέντρο του Μεσοποταμιακού πολιτισμού.





Η λέξη λάβδανο ή λαδανο σε διαφορές Γλώσσες.
Akkadian: Ladunu.

Assyrian: Ladanu.

Bible:

Balm of Gilead (Βάλσαμο της Γαλαάδ)

Myrrh Old Testament.

Hebrew: Lot.

Greek : Ledanum.

Latin :Ladanum Labdanum.

Arabic : Ladhan.

Englisch: Ladanum.

German: Labdanum, Ladenharz, Ladan, Gummi or Resina Labdanum.

French: Ladanum.

Spanish: Ládano.

Turkish : Ladaen.

Πηγές - Βιβλιογραφία .

Labdanum: n. Also ladanum. A resinous exudation of certain Old World plant's of the genus Cistus, yielding a fragrant essential oil used in flavoring's and perfume's. [Medieval Latin, from Latin l`~adanum, from Greek ladanon, l`~edanon, from l`~edon, shrub from which labdanum exude's from Semitic, akin to or possibly ultimately from Akkadian ladunu.]

http://www.bbc.co.uk/dna/h2g2/A3120814

PRONUNCIATION: lab danm
VARIANT FORMS: also lad·a·num ( ladn-m)

NOUN: A resin of certain Old World plants of the genus Cistus, yielding a fragrant essential oil used in flavorings and perfumes.

ETYMOLOGY: Middle English, from Medieval Latin lapdanum, labdanum, alteration of Latin ladanum, from Greek ledanon, ledanon, from ladon, *ledon, rockrose, of Semitic origin; akin to Akkadian ladinnu, ladunu, an aromatic.
http://www.bartleby.com/61/18/L0001800.html
Powered By Blogger